κακοτροφία

κακοτροφία
η (Α κακοτροφία) [κακοτροφώ]
κακή διατροφή, ανεπαρκής τροφή, υποσιτισμός
αρχ.
κακή θρέψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοτροφίαν — κακοτροφίᾱν , κακοτροφία poor nourishment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφαγία — η κακοτροφία, το να τρώει κανείς λίγη ή κακή τροφή: Από την κακοφαγία δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”